κομπλέ

κομπλέ
(λ. γαλλ.), άκλ., πλήρης, με όλα τα εξαρτήματα και παρακολουθήματα: Στο ξενοδοχείο παραγγέλναμε πρωινό κομπλέ κάθε πρωί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομπλέ — άκλ. 1. πλήρης, γεμάτος 2. με όλα τα εξαρτήματά του, συμπληρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. complet «πλήρης» (< λατ. completus)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”